πλείων

πλείων
πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α
(ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς)
1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και αξία) περισσότερος («καταλέλοιπε δὲ... καὶ διαλόγους πλείονας», Διογ. Λαέρ.)
2. (με γεν.) ο ανώτερος βαθμός κάποιου πράγματος (α. «πλέον τού δέοντος» — περισσότερο από ὁσο πρέπει ή χρειάζεται
β. «τίς ἀνὴρ πλέον τᾱς εὐδαιμονίας φέρει», Σοφ.)
3. (το ουδ. με αριθμτ. ως επίρρ.) πλέον ἡπλεῑν ή πλεῡν
περισσότερο, πιο πολύ, παραπάνω (α. «συγκεντρώθηκαν πλέον τών χιλίων ατόμων» β. «κώμας... οὐ πλεῑον εἴκοσι σταδίων ἀπέχουσας», Ξεν.)
4. (το ουδ. με την πρόθεση επί και με επιρρμ. σημ.) επί πλέον εκτός από αυτό, προσέτι («δεν φθάνει που άργησες, επί πλέον διαμαρτύρεσαι»)
5. φρ. α) «περί πλείονος ποιούμαι τι» — θεωρώ κάτι ως ανώτερο κάποιου άλλου, αποδίδω σε αυτό μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με κάτι άλλο και, άρα, τό προτιμώ
νεοελλ.
1. ο τ. τού ουδ. χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό περιφραστικού τ. συγκριτικού βαθμού επιθέτων, μετοχών και επιρρημάτων, ὁπως λ.χ. ο πλέον καλοπληρωμένος ηθοποιός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) α) στο εξής («θα φροντίσω να μην σέ κουράζω πλέον»)
β) ήδη, πια («είναι αργά πλέον να μετανοήσεις»)
3. φρ. α) «και πλέον ου» — τίποτε πέρα από αυτό, τίποτε περισσότερο
β) «περί πλέον» ή «περιπλέον» — περισσότερο, επιπροσθέτως
αρχ.
1. (για τον χρόνο) μακρότερος («οὔτε ἐκείνῃ πλεῡνα χρόνον συνοικήσεις», Ηρόδ.)
2. (το αρσ. πληθ. (ή και το θηλ.) με αρθρ.) oἱ, αἱ πλείονες ή πλέονες ή πλεῡνες
α) ο μεγαλύτερος αριθμός ενός συνόλου, ιδίως τού λαού
β) το πλήθος, η μάζα, σε αντιδιαστολή προς τους αρχηγούς
γ) (κατ' ευφ.) οι νεκροί; οι πεθαμένοι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεῑον ή πλέον
α) το μεγαλύτερο, το περισσότερο μέρος
β) το σπουδαιότερο τμήμα ή το σπουδαιότερο πράγμα
γ) η τελειότητα
4. (το ουδ. με την πρόθεση επί και με επιρρμ. σημ.) (με γεν.) σε ανώτερο βαθμό («ναυτικῷ ἅμα ἐπὶ πλέον τῶν ἄλλων ἰσχύσας», Θουκ.)
5. (η αιτ. τού ουδ. με ή χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) (το) πλέον ή πλεῑον ή πλεῑν
i) περισσότερο (α. «σέ... τῶν δ' ἐς πλέον σέβω», Σοφ.
β. «ἐστὶν ὁ πόλεμος οὐχ ὅπλων τὸ πλέον, ἀλλὰ δαπάνης», Θουκ.)
ii) στο μεγαλύτερο μέρος, κατά το πλείστον
6. (η αιτ. πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) πλείω
περισσότερο
7. φρ. α) «οἰκῶ ἐς πλείονας» — διοικώ αποβλέποντας στο συμφέρον τών περισσοτέρων
β) «ὁ πλείων λόγος» — κάθε περαιτέρω λόγος
γ) «πλείω τὸν πλοῡν ποιοῡμαι» — εκτελώ το μεγαλύτερο μέρος τού ταξιδιού
δ) «πλείων ὁδός» — μεγαλύτερος, περισσότερος δρόμος
ε) «μοίρας πλέον ἔχω» — είμαι κύριος τού μεγαλύτερου τμήματος ενός όλου
στ) «τὸ πλεῑον πάντων ἔχω» — έχω το περισσότερο από όλα ή από όλους
ζ) «τὸ πλέον τοῡ χρόνου» — το μεγαλύτερο τμήμα τού χρόνου
η) «πλέον ἔχω» — πλεονεκτώ, υπερτερώ ή νικώ
θ) «πλέον ποιῶ» — κατορθώνω κάτι περισσότερο
ι) «οὐδὲν πλέον ποιῶ» και «οὐδὲν ἐς πλέον ποιῶ» και «οὐδὲν ἐργάζομαι πλέον» και «οὐδὲν πλέον πράττω» — δεν κατορθώνω τίποτε περισσότερο
ια) «οὐδὲν ἐπίσταμαι πλέον» — δεν γνωρίζω τίποτε περισσότερο
ιβ) «τί πλέον [ἐστί];»
i) τί υπάρχει περισσότερο, δηλ. σε τί μπορεί να ωφελήσει ή να χρησιμεύσει; ii) (με απαρμφ.) σε τί ωφελεί να... ιγ) «οὐδέν ἐστι πλέον τινί» — δεν χρησιμεύει σε τίποτε, καμιά ωφέλεια δεν υπάρχει
ιδ) «πλεῑν ἤ μαίνομαι» — μού αρέσει κάτι υπερβολικά.
επίρρ...
πλειόνως ΜΑ, πλειόνως και ιων. τ. πλεύνως Α
περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το συγκριτικού βαθμού επίθ. πλείων / πλέων (< *plē-is-on-) τού επιθ. πολύς ανάγεται στη δυσύλλαβη μορφή *plē- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πί-μ-πλη-μι) τής ΙΕ ρίζας *pel- / *pelә1- / *plē- «πληρώ, γεμίζω» (βλ. και λ. πολύς) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. prāyah και αβεστ. frāyah-. Ο τ. πλείων (< *plē-is-on-) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα *-ις
τού επιθήματος τού συγκριτικού βαθμού *-yes- / *-yos- με έρρινη παρέκταση -on-. Προβλήματα ωστόσο παρουσιάζει η βραχύτητα στον φωνηεντισμό τού τ. πλείων αναφορικά προς τον αρχικό τ. *πλήjων, αφού ο βραχυντικός νόμος τού Osthoff λειτούργησε μετά τη σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -σ-. Ο τ. πλείων, λοιπόν, θα πρέπει να θεωρηθεί αναλογικός σχηματισμός από το υπερθ. πλεῖστος* (ή το συγκριτ. μείων). Οι ομηρ. τ. πλέες και πλέας (απ' όπου οι κρητ. τ. πλίες, πλίας) δεν εμφανίζουν επίθημα -ις
και έχουν σχηματιστεί πιθ. από τ. ουδ. πληθ. πλέα (που μαρτυρείται στον τ. πλία) από το ουδ. πλέον. Δυσερμήνευτος είναι και ο αττ. τ. πλεῖν (αντί *πλεῖς) με επίθημα μηδενισμένης βαθμίδας χωρίς έρρινη παρέκταση, ο οποίος έχει σχηματιστεί πιθ. με συγκοπή από το ουδ. πλεῖον. Εξίσου δυσερμήνευτος παραμένει και ο αρκαδ. τ. πλος (βλ. και λ. πλείστος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλειών — full time masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειών — ῶνος, ὁ, Α πλήρης χρόνος ή χρονική περίοδος, έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλειών παραδίδεται από τον Ησύχιο με σημ. «πλείων ὁ ἐναιαυτός ἀπὸ τούς καρπούς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι». Πολλοί έδωσαν στη λ. τη σημ. «καρπός, σπόρος» και τήν συνέδεσαν με τον τ. που… …   Dictionary of Greek

  • πλείων — πλέω sail pres part act masc nom sg (epic) πλέως full fem gen pl (epic) πλέως full masc/neut gen pl (epic) πλείων more masc/fem nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέονα — πλείων more neut nom/voc/acc comp pl πλείων more masc/fem acc comp sg πλείων more neut acc comp pl (epic) πλείων more neut nom comp pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλείονα — πλείων more neut nom/voc/acc comp pl πλείων more masc/fem acc comp sg πλείων more neut nom comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειόνεσσιν — πλείων more dat comp pl (epic aeolic) πλείων more neut dat comp pl (attic epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειόνων — πλείων more gen comp pl πλείων more neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλείονες — πλείων more masc/fem nom/voc comp pl πλείων more masc/fem nom comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλείονι — πλείων more dat comp sg πλείων more neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλείονος — πλείων more gen comp sg πλείων more neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”